- φιλοστόργως
- φιλόστοργοςloving tenderlyadverbialφιλόστοργοςloving tenderlymasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοστόργως — ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν επίρρ. βλ. φιλόστοργος … Dictionary of Greek
εναγκαλίζομαι — (AM ἐναγκαλίζομαι) 1. παίρνω ή σφίγγω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω 2. ενστερνίζομαι, προσοικειώνομαι κάτι, ακολουθώ με ζήλο («τὴν ὁμηρικὴν ἀσέβειαν ἐνηγκαλίσατο φιλοστόργως», Ηράκλειτ.) αρχ. 1. περιβάλλω κυκλικά 2. μέσ. περιβάλλομαι από κάτι («τὰ… … Dictionary of Greek
φιλόστοργος — η, ο / φιλόστοργος, ον, ΝΜΑ γεμάτος στοργή, τρυφερός, στοργικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόστοργον η φιλοστοργία. επίρρ... φιλοστόργως ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν με φιλοστοργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. κατά στοργος] … Dictionary of Greek